πρόσρηση

πρόσρηση
η / πρόσρησις, -ήσεως [προσλέγω] ΝΜΑ
1. προσαγόρευση, προσφώνηση, χαιρετισμός
2. ονομασία, όνομα
αρχ.
1. το πρόσωπο ή το πράγμα το οποίο προσαγορεύει κανείς, το αντικείμενο τής προσαγόρευσης
2. συμβουλή, παραίνεση
3. ορισμός («μιᾷ χρώμενοι προσρήσει τῇ τῆς ἀνδρείας», Πλάτ.)
4. φρ. «καθ' ἑκάστην πρόσρησιν»
(λογ.) κατά τον τρόπο ο οποίος προστίθεται κάθε φορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόσρηση — η προσαγόρευση, προσφώνηση, χαιρετισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσρητικός — ή, όν, Α [προσρητός] αυτός που γίνεται με πρόσρηση, με προσαγόρευση, με χαιρετισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”